ακερματία

ακερματία
ἀκερματία, η (Α)
η έλλειψη κερμάτων, χρημάτων, η αναπαραδιά (Αριστοφ. απ. 119).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κέρμα, -ατος και -κερμ-ία, από το θ. τής ονομαστικής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκερματίαν — ἀκερματίᾱν , ἀκερματία want of money fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακερμία — ἀκερμία, η (Α) η άκερματία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”